- μείδημα
- μείδημα, -ατος, τὸ (Α) [μειδώ]το μειδίαμα, το χαμόγελο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μείδημα — smile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειδήματα — μείδημα smile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείδος — μεῑδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μείδημα, γέλως». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από μειδιῶ] … Dictionary of Greek
μειδάμων — μειδάμων, ονος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που τού αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)] … Dictionary of Greek
ԺՊՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 1 0840 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 12c գ. μείδημα lenis risus Ժպտիլն. ժպիտ. թեթեւ ծաղր. զուարդութիւն դիմաց. քմծիծաղ. *Ու՞ր է զուարթշրթանց ժպտումն առ բարի աշակերտացն հանդիպումն. Խոր. ՟Գ. 68: *Ու՞ր է զուարթ բարեժմիտ շրթանցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)